- γνωμολογία
- η1) любовь к сентенциям; 2) сборник изречений, сентенций, максим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γνωμολογία — γνωμολογίᾱ , γνωμολογία sententious style fem nom/voc/acc dual γνωμολογίᾱ , γνωμολογία sententious style fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογίᾳ — γνωμολογίαι , γνωμολογία sententious style fem nom/voc pl γνωμολογίᾱͅ , γνωμολογία sententious style fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογία — η (AM γνωμολογία) 1. συλλογή γνωμικών 2. λόγος με πολλά γνωμικά … Dictionary of Greek
γνωμολογίας — γνωμολογίᾱς , γνωμολογία sententious style fem acc pl γνωμολογίᾱς , γνωμολογία sententious style fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογίαι — γνωμολογία sententious style fem nom/voc pl γνωμολογίᾱͅ , γνωμολογία sententious style fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογίαν — γνωμολογίᾱν , γνωμολογία sententious style fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογίαις — γνωμολογία sententious style fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογίη — γνωμολογία sententious style fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GNOME — Graece Γνώμη, Lat. Sementia Plurarch. ἀπ´φα???ις est καθολικὴ, περὶ τῶ κατα τὸν βίον, λόγῳ ???υντόμῳ, dictum generale et breve de re ad vitam pertinente. Quae cum personae alicui accommodarur, Νόημα, cum auctor additur, Χρεία dicitur. Illarum… … Hofmann J. Lexicon universale
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
γνωμολογικός — ή, ό (AM γνωμολογικός, ή, όν) 1. ο σχετικός με τη γνωμολογία 2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά … Dictionary of Greek